- ωχρίαση
- η / ὠχρίασις, -άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ]1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.)2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις, οἷον ὠχρίασις ὑπὸ ξηρότητος ἐπιγίνεται», Πλούτ.)νεοελλ.καταπτόησηαρχ.ώχρα.
Dictionary of Greek. 2013.