ωχρίαση

ωχρίαση
η / ὠχρίασις, -άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ]
1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις, οἷον ὠχρίασις ὑπὸ ξηρότητος ἐπιγίνεται», Πλούτ.)
νεοελλ.
καταπτόηση
αρχ.
ώχρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠχριάσῃ — ὠχριάσηι , ὠχρίασις a turning pale fem dat sg (epic) ὠχριά̱σῃ , ὠχριάω to be pallid aor subj mid 2nd sg (attic doric) ὠχριά̱σῃ , ὠχριάω to be pallid aor subj act 3rd sg (attic doric) ὠχριά̱σῃ , ὠχριάω to be pallid fut ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • αψιθυμία — Ισχυρή διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από α. χάνει την ψυχική του ισορροπία και τον… …   Dictionary of Greek

  • ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ώχρος — ο / ὦχρος, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. βοτ. ποικιλία τού φυτού λαθούρι («παραπλήσιοι μὲν εἰσι τὴν οὐσίαν οἱ λάθυροι τοῑς ὤχροις τε καὶ φασήλοις», Γαλ.) μσν. αρχ. ωχρίαση (α. «χρωτὶ δ ἐρευθιόωντι καὶ ἄχροος ἔμπεσεν ὦχρος», Τζέτζ. β. «ὦχρός τέ μιν εἷλε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”